-
1 μεθη
ἥ1) крепкий напиток2) опьянение(μ. καὴ πολυοινία Plat.)
πίνειν εἰς μέθην Plat. — пить до опьянения;μετὰ μέθης Plat. — в состоянии опьянения3) остолбенение, оцепенение4) попойка(κῶμοι καὴ μέθαι NT.)
См. также в других словарях:
μέθη — η (ΑM μέθη) 1. η υπερβολική κατανάλωση κρασιού («καλῶς ἔχοντας ὑμέας ὁρέω μέθης», Ηρόδ.) 2. (κατ επέκτ.) η ψυχική και διανοητική διαταραχή η οποία προέρχεται από υπερβολική κατανάλωση οίνου ή άλλων οινοπνευματωδών ποτών, μεθύσι, ζάλη 3. μτφ.… … Dictionary of Greek